- ἀξιοθέατοι
- ἀξιοθέᾱτοι , ἀξιοθέατοςwell worth seeingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αξιοθέατος — η, ο 1. εκείνος που αξίζει να τον δει κανείς: Αξιοθέατοι στη Δημητσάνα είναι οι μπαρουτόμυλοι που δουλεύουν και σήμερα. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα αξιοθέατα τα άξια θέας, τα αξιόλογα μέρη μιας περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)